θρηνοῦν

θρηνοῦν
θρηνέω
sing a dirge
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
θρηνέω
sing a dirge
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… …   Dictionary of Greek

  • δουπώ — και γδουπώ (AM δουπῶ, έω) [δούπος] κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο αρχ. 1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών») 2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους β) «κώπῃ δουπῶ» χτυπώ με τα κουπιά… …   Dictionary of Greek

  • επιτάφιος — Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα.… …   Dictionary of Greek

  • οτοτύζω — ὀτοτύζω (Α) [οτοτοί] 1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι 2. παθ. ὀτοτύζομαι θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • πενθώ — πενθῶ, έω, ΝΜΑ [πένθος] 1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος 3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους… …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • φιλόθρηνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί συχνά, κλαψιάρης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που τόν θρηνούν συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρῆνος (πρβλ. ἀξιό θρηνος)] …   Dictionary of Greek

  • Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”